σεληνοφώτιστος

σεληνοφώτιστος
η , ο [ος , ον ] освещаемый лунным светом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σεληνοφώτιστος" в других словарях:

  • σεληνοφώτιστος — σεληνοφώτιστος, η, ο και σεληνόφωτος, η, ο φεγγαρόλουστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεληνοφώτιστος — η, ο, Ν σεληνόφωτος («σεληνοφώτιστα βράδια», Κ. Καρυωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • σεληνόφωτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, σεληνοφώτιστος 2. το ουδ. ως ουσ. το σεληνόφωτο βλ. σεληνόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτος (< φώς, φωτός), πρβλ. λειψί φωτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»